- ἡμερινῶς
- ἡμερινόςof dayadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημερινός — ἡμερινός, ή, ὸν (Α) [ημέρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ἡμερινὸς πυρετός», Ιπποκρ.). Επιρρ. ἡμερινῶς (AM) κατά τη διάρκεια τής ημέρας … Dictionary of Greek